- ἀνοδίαν
- ἀνοδίᾱν , ἀνοδίαa road that is no roadfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безпоутьѥ — БЕЗПОУТЬ|Ѥ (3*), ˫А с. Бездорожье, отсутствие пути: і преідохо(м) всю землю ту беспутьемъ. і стуживше собѣ і помолихомь(с) б҃у. наставлѩющаго ны на путь бл҃гъ. СбПаис XIV/XV, 152 об.; горы же ѡбъшедъ. и беспуть˫а и непроходима˫а дебри (ἀτριβεῖς… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία … Dictionary of Greek